προαστείων

προαστείων
προάστειον
neut gen pl
προάστειος
suburban
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • окроуга — ОКРОУГ|А (1*), Ы с. Предместье: ѡдержи момъ же трѹсѹ бывшю, градъ нѣкыи Вифѹни искыи || весь сѧ паде, а ѡкрѹгы ѥго и вси и села и дѣла многа потребишасѧ (κύκλῳ τῶν προαστείων) ГА XIV1, 237в–г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • οικοδόμημα — το (Α οἰκοδόμημα) [οικοδομώ] οικοδομή, κτήριο («τὰ μὲν οἰκοδομήματα τῶν προαστείων ἔρημα εὕρισκον», Ηρωδιαν.) νεοελλ. μτφ. κάθε συγκροτημένο σύνολο (α. «το οικοδόμημα τού κράτους» β. «ολόκληρο το οικοδόμημα τών επιχειρημάτων του κατέρρευσε») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”